χαβάς

χαβάς
ο, Ν
1. σκοπός, μελωδία τραγουδιού
2. μτφ. συμπεριφορά που επιμένει στα ίδια πράγματα («αυτός τον χαβά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hava].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαβάς — ο (λ. τουρκ.) 1. μελωδία τραγουδιού, σκοπός. 2. καθετί που επαναλαμβάνεται στερεότυπα. 3. φρ., «Kρατεί το χαβά του», επιμένει στη γνώμη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαβάς, Κάρολος — (Havas, 1785 – 1858). Γάλλος δημοσιογράφος. Τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας στη Γαλλία, πλούτισε ως διευθυντής εμπορικού οίκου εξαιτίας του ηπειρωτικού αποκλεισμού. Αργότερα ίδρυσε το ομώνυμο πρακτορείο ειδήσεων. X. πρακτορείο. Ιδρύθηκε από τον …   Dictionary of Greek

  • χαβαδάκι — το, Ν ειρων. επιμονή στην ίδια αντίληψη ή τακτική («το χαβαδάκι του αυτός!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβάς + υποκορ. κατάλ. αδάκι (πρβλ. χαλβ αδάκι)] …   Dictionary of Greek

  • χαβός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «καμπύλος, στενός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που δεν απαντά σε κείμενα, αλλά παραδίδεται μόνο από τα λεξικά. Πρόκειται μάλλον για αρχ. επίθ. που δηλώνει ένα φυσικό ελάττωμα και από το θ. τού οποίου έχουν σχηματιστεί τα παρωνύμια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”